Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εκατοχρονίτης οι εκατοχρονίτες
      γενική του εκατοχρονίτη των εκατοχρονιτών
    αιτιατική τον εκατοχρονίτη τους εκατοχρονίτες
     κλητική εκατοχρονίτη εκατοχρονίτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

εκατοχρονίτης < εκατό + χρόνια

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εκατοχρονίτης αρσενικό

  • που είναι εκατό ετών, αναφερόμενο σε άνθρωπο, για να δείξει άνθρωπο ιδιαίτερη μεγάλης ηλικίας
    πότε μου φαίνεσαι γέρος εκατοχρονίτης, πότε άντρας με γαλάζια κατσαρά μαλλιά, πασπαλισμένα με αλισάχνη, και πότε μωρό παιδί, που έχει αρπάξει και τους δυο μαστούς, της γης και της θάλασσας, και βυζαίνει. (Νίκος Καζαντζάκης, Αναφορά στον Γκρέκο
    Συναπαντήθηκαν όλοι στη μάνα της γενιάς, στο Πετροκέφαλο, όπου ζούσε, εκατοχρονίτης, ο παππούς και κύρης ολονών, ο γερο-καπετάν Σήφακας· να τον βάλουν μπροστά, να κινήσουν (Η μεταπολεμική πεζογραφία 7, 1990)

  Μεταφράσεις επεξεργασία