πολυχρονεμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πολυχρονεμένος < → λείπει η ετυμολογία
Μετοχή
επεξεργασίαπολυχρονεμένος, -η, -ο
- που έχει ζήσει πολλά χρόνια
- στον οποίο εύχομαι να ζήσει πολλά χρόνια
- (προσφώνηση) ως προσφώνηση, η λέξη έχει συνδυαστεί κυρίως με Οθωμανούς αξιωματούχους
- Πολυχρονεμένε μας πασά!