Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πολυχρονεμένος η πολυχρονεμένη το πολυχρονεμένο
      γενική του πολυχρονεμένου της πολυχρονεμένης του πολυχρονεμένου
    αιτιατική τον πολυχρονεμένο την πολυχρονεμένη το πολυχρονεμένο
     κλητική πολυχρονεμένε πολυχρονεμένη πολυχρονεμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πολυχρονεμένοι οι πολυχρονεμένες τα πολυχρονεμένα
      γενική των πολυχρονεμένων των πολυχρονεμένων των πολυχρονεμένων
    αιτιατική τους πολυχρονεμένους τις πολυχρονεμένες τα πολυχρονεμένα
     κλητική πολυχρονεμένοι πολυχρονεμένες πολυχρονεμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

πολυχρονεμένος < λείπει η ετυμολογία

  Μετοχή επεξεργασία

πολυχρονεμένος, -η, -ο

  1. που έχει ζήσει πολλά χρόνια
  2. στον οποίο εύχομαι να ζήσει πολλά χρόνια
  3. (προσφώνηση) ως προσφώνηση, η λέξη έχει συνδυαστεί κυρίως με Οθωμανούς αξιωματούχους
    Πολυχρονεμένε μας πασά!

  Μεταφράσεις επεξεργασία