πολυχρονιότης
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | πολυχρονιότης | αἱ | πολυχρονιότητες | ||||
γενική | τῆς | πολυχρονιότητος | τῶν | πολυχρονιοτήτων | ||||
δοτική | τῇ | πολυχρονιότητῐ | ταῖς | πολυχρονιότησῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | πολυχρονιότητᾰ | τὰς | πολυχρονιότητᾰς | ||||
κλητική ὦ! | πολυχρονιότης | πολυχρονιότητες | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πολυχρονιότητε | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | πολυχρονιοτήτοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πολυχρονιότης (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική πολυχρόνιο(ς) + -της
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπολυχρονιότης, -ητος θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- πολυχρονιότης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.