Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ετεροχρονισμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ετεροχρονισμέν
ος
η
ετεροχρονισμέν
η
το
ετεροχρονισμέν
ο
γενική
του
ετεροχρονισμέν
ου
της
ετεροχρονισμέν
ης
του
ετεροχρονισμέν
ου
αιτιατική
τον
ετεροχρονισμέν
ο
την
ετεροχρονισμέν
η
το
ετεροχρονισμέν
ο
κλητική
ετεροχρονισμέν
ε
ετεροχρονισμέν
η
ετεροχρονισμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ετεροχρονισμέν
οι
οι
ετεροχρονισμέν
ες
τα
ετεροχρονισμέν
α
γενική
των
ετεροχρονισμέν
ων
των
ετεροχρονισμέν
ων
των
ετεροχρονισμέν
ων
αιτιατική
τους
ετεροχρονισμέν
ους
τις
ετεροχρονισμέν
ες
τα
ετεροχρονισμέν
α
κλητική
ετεροχρονισμέν
οι
ετεροχρονισμέν
ες
ετεροχρονισμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
ετεροχρονισμένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
ετεροχρονίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ετεροχρονισμένος