Ετυμολογία

επεξεργασία
ετεροχρονίζω < έτερος + -ο- + χρόνος + -ίζω

ετεροχρονίζω (παθητική φωνή: ετεροχρονίζομαι)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία