Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ετεροχρονίζω < έτερος + -ο- + χρόνος + -ίζω

  Ρήμα επεξεργασία

ετεροχρονίζω (παθητική φωνή: ετεροχρονίζομαι)

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία