Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

rok (nl)



πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική rok lata
γενική roku lat
δοτική rokowi latom
αιτιατική rok lata
οργανική rokiem latami
τοπική roku latach
κλητική roku lata

  Ετυμολογία

επεξεργασία

rok < πρωτοσλαβική rokъ

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /rɔk/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

rok (pl) αρσενικό

  1. ο χρόνος, το έτος
    ⮡  ile ma pan lat? - πόσων χρονών είστε;
    ⮡  urodziłem się w pięćdziesiątym dziewiątym roku - γεννήθηκα το (έτος) πενήντα εννέα

Εκφράσεις

επεξεργασία
  • rok przestępny: δίσεκτο έτος
  • sto lat: (εκατό χρόνια) ευχή και αντίστοιχο τραγούδι γενεθλίων

Συγγενικά

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία

rok < πρωτοσλαβική rokъ

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

rok (sk) αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία

rok < πρωτοσλαβική rokъ

  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

rok (cs) αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία