ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἀχρονοτριβής τὸ ἀχρονοτριβές
      γενική τοῦ/τῆς ἀχρονοτριβοῦς τοῦ ἀχρονοτριβοῦς
      δοτική τῷ/τῇ ἀχρονοτριβεῖ τῷ ἀχρονοτριβεῖ
    αιτιατική τὸν/τὴν ἀχρονοτριβ τὸ ἀχρονοτριβές
     κλητική ! ἀχρονοτριβές ἀχρονοτριβές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἀχρονοτριβεῖς τὰ ἀχρονοτριβ
      γενική τῶν ἀχρονοτριβῶν τῶν ἀχρονοτριβῶν
      δοτική τοῖς/ταῖς ἀχρονοτριβέσ(ν) τοῖς ἀχρονοτριβέσ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἀχρονοτριβεῖς τὰ ἀχρονοτριβ
     κλητική ! ἀχρονοτριβεῖς ἀχρονοτριβ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀχρονοτριβεῖ τὼ ἀχρονοτριβεῖ
      γεν-δοτ τοῖν ἀχρονοτριβοῖν τοῖν ἀχρονοτριβοῖν
3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀχρονοτριβής < ἀ- + χρονοτριβ(έω) + -ής

  Επίθετο

επεξεργασία

ἀχρονοτριβής, -ής, -ές