čas
Σλοβακικά (sk)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαčas (sk) αρσενικό
- ο χρόνος
- η θεμελιώδης έννοια που αντιλαμβάνεται ο άνθρωπος
- το χρονικό διάστημα
- (γραμματική) ο ρηματικός τύπος που δείχνει αν έγινε, γίνεται ή θα γίνει αυτό που σημαίνει το ρήμα
Τσεχικά (cs)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαčas (cs) αρσενικό
- ο χρόνος
- η θεμελιώδης έννοια που αντιλαμβάνεται ο άνθρωπος
- το χρονικό διάστημα
- (γραμματική) ο ρηματικός τύπος που δείχνει αν έγινε, γίνεται ή θα γίνει αυτό που σημαίνει το ρήμα