Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
materiale materiali

materiale (it)

  1. υλικός
  2. τραχύς, άξεστος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
materiale materiali

materiale (it)

  1. υλικό, ουσία
  2. σκληρό πρόσωπο