materialo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | materialo | materialoj |
αιτιατική | materialon | materialojn |
materialo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | materialo | materialoj |
αιτιατική | materialon | materialojn |
materialo (eo)