Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα γεμιστά
      γενική των γεμιστών
    αιτιατική τα γεμιστά
     κλητική γεμιστά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Γεμιστά (ντομάτες και πιπεριές).

  Ετυμολογία επεξεργασία

γεμιστά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου γεμιστός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γεμιστά ουδέτερο στον πληθυντικό

  1. (γαστρονομία) παραδοσιακό ελληνικό λαδερό φαγητό του φούρνου που παρασκευάζεται από ντομάτες και πιπεριές που γεμίζονται με ρύζι (παραλλαγή και με κιμά, κουκουνάρια, σταφίδες) με γαρντιούρα, πατάτες
  2. (γενικότερα) συνταγές με υλικά (συνήθως λαχανικά) που είναι παραγεμισμένα με άλλο υλικό (συνήθως ρύζι ή κιμά)

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

άλλα γεμιστά φαγητά

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

γεμιστά