Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ιμάμ μπαϊλντί < (άμεσο δάνειο) τουρκική imambayıldı, που κατά λέξη σημαίνει: Ο ιμάμης λιποθύμησε (επειδή ξετρελάθηκε με το φαγητό).

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ιμάμ μπαϊλντί ουδέτερο άκλιτο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία