Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ντολμάς οι ντολμάδες
      γενική του ντολμά των ντολμάδων
    αιτιατική τον ντολμά τους ντολμάδες
     κλητική ντολμά ντολμάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ντολμάς < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική طولمه (τουρκική dolma +
 
Ντολμάδες με αμπελόφυλλα.

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /dolˈmas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ντολ‐μάς

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ντολμάς αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία