αμπελόφυλλο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αμπελόφυλλο < ελληνιστική κοινή ἀμπελόφυλλον < αρχαία ελληνική ἄμπελος + φύλλον
Ουσιαστικό επεξεργασία
αμπελόφυλλο ουδέτερο
- το φύλλο του αμπελιού
- ※ Αμπελόφυλλα Τουρκίας και Αιγύπτου που εξετάστηκαν είχαν στο 62% των δειγμάτων υπέρβαση των ορίων υπολειμμάτων φυτοφαρμάκων! (*)
- ↪Έφτιαξα ντολμαδάκια με αμπελόφυλλα
Συνώνυμα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αμπελόφυλλο