ἀμπελόφυλλον
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | ἀμπελόφυλλον | τὰ | ἀμπελόφυλλᾰ |
γενική | τοῦ | ἀμπελοφύλλου | τῶν | ἀμπελοφύλλων |
δοτική | τῷ | ἀμπελοφύλλῳ | τοῖς | ἀμπελοφύλλοις |
αιτιατική | τὸ | ἀμπελόφυλλον | τὰ | ἀμπελόφυλλᾰ |
κλητική ὦ! | ἀμπελόφυλλον | ἀμπελόφυλλᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀμπελοφύλλω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀμπελοφύλλοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ἀμπελόφυλλον < αρχαία ελληνική ἄμπελος + φύλλον
Ουσιαστικό επεξεργασία
ἀμπελόφυλλον ουδέτερο
Πηγές επεξεργασία
- ἀμπελόφυλλον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.