↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ἀμπελόφυλλον τὰ ἀμπελόφυλλ
      γενική τοῦ ἀμπελοφύλλου τῶν ἀμπελοφύλλων
      δοτική τῷ ἀμπελοφύλλ τοῖς ἀμπελοφύλλοις
    αιτιατική τὸ ἀμπελόφυλλον τὰ ἀμπελόφυλλ
     κλητική ! ἀμπελόφυλλον ἀμπελόφυλλ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀμπελοφύλλω
γεν-δοτ τοῖν  ἀμπελοφύλλοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀμπελόφυλλον < αρχαία ελληνική ἄμπελος + φύλλον

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἀμπελόφυλλον ουδέτερο