ντολμαδάκι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ντολμαδάκι | τα | ντολμαδάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | ντολμαδάκι | τα | ντολμαδάκια |
κλητική | ντολμαδάκι | ντολμαδάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ντολμαδάκι < ντολμάς + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό επεξεργασία
ντολμαδάκι ουδέτερο
- υποκοριστικό του ντολμάς
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη ντολμάς
Μεταφράσεις επεξεργασία
ντολμαδάκι
|