Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /sɑɾˈmɑ/
τυπογραφικός συλλαβισμός: sar‐ma

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

sarma (tr)

  1. τύλιγμα
  2. περίπτυξη
  3. (γαστρονομία) σαρμάς
     συνώνυμα: yaprak sarması

Απόγονοι

επεξεργασία

sarma (τουρκικά)

αλβανικά: sarmë
βουλγαρικά: сарма
νέα ελληνικά: σαρμάς
ρουμανικά: sarma
σλαβομακεδονικά: сарма
σερβοκροατικά: сарма