Δείτε επίσης: Σαρμάς
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σαρμάς οι σαρμάδες
      γενική του σαρμά των σαρμάδων
    αιτιατική τον σαρμά τους σαρμάδες
     κλητική σαρμά σαρμάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
σαρμάδες με λάχανο
σαρμάδες με αμπελόφυλλα

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

σαρμάς αρσενικό

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία