γιαλαντζί ντολμάς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γιαλαντζί ντολμάς < (άμεσο δάνειο) τουρκική yalancı dolma < yalancı (γιαλαντζί) (ψεύτης) & dolma (ντολμάς), κυριολεκτικά: ψευτοντολμάς
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαγιαλαντζί ντολμάς αρσενικό
Παράγωγα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία γιαλαντζί ντολμάς