ξαναγεμίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ξαναγεμίζω < μεσαιωνική ελληνική ξαναγεμίζω < ξανά + γεμίζω
Ρήμα
επεξεργασίαξαναγεμίζω (παθητική φωνή: ξαναγεμίζομαι)
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξαναγεμίζω | ξαναγέμιζα | θα ξαναγεμίζω | να ξαναγεμίζω | ξαναγεμίζοντας | |
β' ενικ. | ξαναγεμίζεις | ξαναγέμιζες | θα ξαναγεμίζεις | να ξαναγεμίζεις | ξαναγέμιζε | |
γ' ενικ. | ξαναγεμίζει | ξαναγέμιζε | θα ξαναγεμίζει | να ξαναγεμίζει | ||
α' πληθ. | ξαναγεμίζουμε | ξαναγεμίζαμε | θα ξαναγεμίζουμε | να ξαναγεμίζουμε | ||
β' πληθ. | ξαναγεμίζετε | ξαναγεμίζατε | θα ξαναγεμίζετε | να ξαναγεμίζετε | ξαναγεμίζετε | |
γ' πληθ. | ξαναγεμίζουν(ε) | ξαναγέμιζαν ξαναγεμίζαν(ε) |
θα ξαναγεμίζουν(ε) | να ξαναγεμίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξαναγέμισα | θα ξαναγεμίσω | να ξαναγεμίσω | ξαναγεμίσει | ||
β' ενικ. | ξαναγέμισες | θα ξαναγεμίσεις | να ξαναγεμίσεις | ξαναγέμισε | ||
γ' ενικ. | ξαναγέμισε | θα ξαναγεμίσει | να ξαναγεμίσει | |||
α' πληθ. | ξαναγεμίσαμε | θα ξαναγεμίσουμε | να ξαναγεμίσουμε | |||
β' πληθ. | ξαναγεμίσατε | θα ξαναγεμίσετε | να ξαναγεμίσετε | ξαναγεμίστε | ||
γ' πληθ. | ξαναγέμισαν ξαναγεμίσαν(ε) |
θα ξαναγεμίσουν(ε) | να ξαναγεμίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ξαναγεμίσει | είχα ξαναγεμίσει | θα έχω ξαναγεμίσει | να έχω ξαναγεμίσει | ||
β' ενικ. | έχεις ξαναγεμίσει | είχες ξαναγεμίσει | θα έχεις ξαναγεμίσει | να έχεις ξαναγεμίσει | ||
γ' ενικ. | έχει ξαναγεμίσει | είχε ξαναγεμίσει | θα έχει ξαναγεμίσει | να έχει ξαναγεμίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ξαναγεμίσει | είχαμε ξαναγεμίσει | θα έχουμε ξαναγεμίσει | να έχουμε ξαναγεμίσει | ||
β' πληθ. | έχετε ξαναγεμίσει | είχατε ξαναγεμίσει | θα έχετε ξαναγεμίσει | να έχετε ξαναγεμίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ξαναγεμίσει | είχαν ξαναγεμίσει | θα έχουν ξαναγεμίσει | να έχουν ξαναγεμίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία ξαναγεμίζω
|