Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξαναγεμίζω < μεσαιωνική ελληνική ξαναγεμίζω < ξανά + γεμίζω

  Ρήμα επεξεργασία

ξαναγεμίζω (παθητική φωνή: ξαναγεμίζομαι)

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία