Αγγλικά (en)Επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
edition editions

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

edition (en)

  • η έκδοση
    the newest edition of the book with corrections and improvements
    η νεότερη έκδοση του βιβλίου με διορθώσεις και βελτιώσεις

Πολυλεκτικοί όροιΕπεξεργασία

(πληροφορική)