↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ακατάληκτος η ακατάληκτη το ακατάληκτο
      γενική του ακατάληκτου της ακατάληκτης του ακατάληκτου
    αιτιατική τον ακατάληκτο την ακατάληκτη το ακατάληκτο
     κλητική ακατάληκτε ακατάληκτη ακατάληκτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ακατάληκτοι οι ακατάληκτες τα ακατάληκτα
      γενική των ακατάληκτων των ακατάληκτων των ακατάληκτων
    αιτιατική τους ακατάληκτους τις ακατάληκτες τα ακατάληκτα
     κλητική ακατάληκτοι ακατάληκτες ακατάληκτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ακατάληκτος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀκατάληκτος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.kaˈta.li.ktos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐κα‐τά‐λη‐κτος

  Επίθετο

επεξεργασία

ακατάληκτος, -η, -ο

  1. (γραμματική)
    1. χωρίς κατάληξη
    2. (όπως για αρχαία τριτόκλιτα ουσιαστικά) που χρησιμοποιεί μόνο το θέμα και καμιά άλλη κατάληξη ώστε να σχηματίσει την ονομαστική ενικού
      ⮡  οι λέξεις «χειμών», «ἠχώ» είναι ουσιαστικά ακατάληκτα, ενώ το «ἥρω-ς» είναι καταληκτικό
  2. (μετρική) στίχος που έχει τον τελικό πόδα ολόκληρο
    χρειάζεται παράδειγμα

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία