Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καταληκτικός η καταληκτική το καταληκτικό
      γενική του καταληκτικού της καταληκτικής του καταληκτικού
    αιτιατική τον καταληκτικό την καταληκτική το καταληκτικό
     κλητική καταληκτικέ καταληκτική καταληκτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καταληκτικοί οι καταληκτικές τα καταληκτικά
      γενική των καταληκτικών των καταληκτικών των καταληκτικών
    αιτιατική τους καταληκτικούς τις καταληκτικές τα καταληκτικά
     κλητική καταληκτικοί καταληκτικές καταληκτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

καταληκτικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή καταληκτικός < αρχαία ελληνική καταλήγω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ka.ta.li.ktiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐τα‐λη‐κτη‐ικός

  Επίθετο επεξεργασία

καταληκτικός

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική καταληκτικός καταληκτική τὸ καταληκτικόν
      γενική τοῦ καταληκτικοῦ τῆς καταληκτικῆς τοῦ καταληκτικοῦ
      δοτική τῷ καταληκτικ τῇ καταληκτικ τῷ καταληκτικ
    αιτιατική τὸν καταληκτικόν τὴν καταληκτικήν τὸ καταληκτικόν
     κλητική ! καταληκτικέ καταληκτική καταληκτικόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ καταληκτικοί αἱ καταληκτικαί τὰ καταληκτικᾰ́
      γενική τῶν καταληκτικῶν τῶν καταληκτικῶν τῶν καταληκτικῶν
      δοτική τοῖς καταληκτικοῖς ταῖς καταληκτικαῖς τοῖς καταληκτικοῖς
    αιτιατική τοὺς καταληκτικούς τὰς καταληκτικᾱ́ς τὰ καταληκτικᾰ́
     κλητική ! καταληκτικοί καταληκτικαί καταληκτικᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ καταληκτικώ τὼ καταληκτικᾱ́ τὼ καταληκτικώ
      γεν-δοτ τοῖν καταληκτικοῖν τοῖν καταληκτικαῖν τοῖν καταληκτικοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

καταληκτικός (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική καταλήγω, καταληκ- + -τικός

  Επίθετο επεξεργασία

καταληκτικός, -ή, -όν

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις καταλήγω και λήγω

  Πηγές επεξεργασία