κατάληξις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | κατάληξῐς | αἱ | καταλήξεις |
γενική | τῆς | καταλήξεως | τῶν | καταλήξεων |
δοτική | τῇ | καταλήξει | ταῖς | καταλήξεσῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | κατάληξῐν | τὰς | καταλήξεις |
κλητική ὦ! | κατάληξῐ | καταλήξεις | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | καταλήξει | ||
γεν-δοτ | τοῖν | καταληξέοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κατάληξις, ήδη στον Αριστοτέλη < καταλήγω, καταληκ- + -σις → δείτε και τις λέξεις κατά, λῆξις και λήγω
Ουσιαστικό
επεξεργασίακατάληξις θηλυκό
- (στον Αριστοτέλη) το τελευταίο τμήμα (όπως για φυτά)
- 3ος αιώνας πκε - Ar. 1.13.13 → χρειάζεται παράθεμα
- (ελληνιστική σημασία , γραμματική)
- τελευταίο μέρος περιόδου (σε κείμενο)
- το μέρος λέξης που αλλάζει στην κλίση, η κατάληξη
- ※ 2ος αιώνας κε ⌘ Ἀπολλώνιος ὁ Δύσκολος Περὶ ἐπιρρημάτων, 2.1.1.166
- περισσοσυλλάβου πάσης γενικῆς κατάληξίς ἐστι βραχεῖα
- @books.google Immanuel Bekker, Anecdota Graeca, Berolini: 1816, τόμος 2ος, Apollonii Alexandrini De Coniunctionibus et de Adverbiis libri.
- (ελληνιστική σημασία) η κατάληξη, η έκβαση, η λήξη
Συγγενικά
επεξεργασία- καταληκτέον
- καταληκτικός
- μακροκαταληκτέω
- ὁμοιοκαταληκτέω
- ὁμοιοκαταληκτώδης
- ὁμοιοκαταληξία
- ὁμοιοκατάληξις
- προκατάληξις
λήγουν σε -κατάληκτος
→ και δείτε τις λέξεις καταλήγω, λῆξις και λήγω
Πηγές
επεξεργασία- κατάληξις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- καταλήγω - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.