δικατάληκτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- δικατάληκτος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή δικατάληκτος[1]. Συγχρονικά αναλύεται σε (δις) δι- + (καταλήγω) κατακληκ- + -τος
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ði.kaˈta.li.ktos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐κα‐τά‐λη‐τκος
Επίθετο
επεξεργασία
δικατάληκτος, -η, -ο
- (γραμματική) που έχει μόνο δύο διαφορετικές καταλήξεις για τα τρία γένη, μία κοινή για το αρσενικό και το θηλυκό, και μία για το ουδέτερο
το επίθετο «μυστηριώδης» είναι τριγενές και δικατάληκτο
Δείτε επίσης
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
δικατάληκτος
|
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ δικατάληκτος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- δικατάληκτος (ελληνιστική κοινή) < (δίς) δι- + (αρχαία ελληνική καταλήγω) κατακληκ- + -τος
Επίθετο
επεξεργασία
δικατάληκτος, -η, -ο
Συγγενικά
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- δικατάληκτος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.