↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δικατάληκτος η δικατάληκτη το δικατάληκτο
      γενική του δικατάληκτου της δικατάληκτης του δικατάληκτου
    αιτιατική τον δικατάληκτο τη δικατάληκτη το δικατάληκτο
     κλητική δικατάληκτε δικατάληκτη δικατάληκτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δικατάληκτοι οι δικατάληκτες τα δικατάληκτα
      γενική των δικατάληκτων των δικατάληκτων των δικατάληκτων
    αιτιατική τους δικατάληκτους τις δικατάληκτες τα δικατάληκτα
     κλητική δικατάληκτοι δικατάληκτες δικατάληκτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δικατάληκτος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή δικατάληκτος[1]. Συγχρονικά αναλύεται σε (δις) δι- + (καταλήγω) κατακληκ- + -τος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ði.kaˈta.li.ktos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δι‐κα‐τά‐λη‐τκος

  Επίθετο

επεξεργασία

δικατάληκτος, -η, -ο

  • (γραμματική) που έχει μόνο δύο διαφορετικές καταλήξεις για τα τρία γένη, μία κοινή για το αρσενικό και το θηλυκό, και μία για το ουδέτερο
    το επίθετο «μυστηριώδης» είναι τριγενές και δικατάληκτο

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία



ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / δικατάληκτος τὸ δικατάληκτον
      γενική τοῦ/τῆς δικαταλήκτου τοῦ δικαταλήκτου
      δοτική τῷ/τῇ δικαταλήκτ τῷ δικαταλήκτ
    αιτιατική τὸν/τὴν δικατάληκτον τὸ δικατάληκτον
     κλητική ! δικατάληκτε δικατάληκτον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ δικατάληκτοι τὰ δικατάληκτ
      γενική τῶν δικαταλήκτων τῶν δικαταλήκτων
      δοτική τοῖς/ταῖς δικαταλήκτοις τοῖς δικαταλήκτοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς δικαταλήκτους τὰ δικατάληκτ
     κλητική ! δικατάληκτοι δικατάληκτ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ δικαταλήκτω τὼ δικαταλήκτω
      γεν-δοτ τοῖν δικαταλήκτοιν τοῖν δικαταλήκτοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δικατάληκτος (ελληνιστική κοινή) < (δίς) δι- + (αρχαία ελληνική καταλήγω) κατακληκ- + -τος

  Επίθετο

επεξεργασία

δικατάληκτος, -η, -ο

Συγγενικά

επεξεργασία