καταντάω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καταντάω < καταντ(ώ) + νεότερο επίθημα -άω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική καταντῶ (φθάνω κάπου, ελληνιστική σημασία: «έχω σαν αποτέλεσμα», μεσαιωνική σημασία: «φτάνω σε κατάσταση»), συνηρημένος τύπος του καταντάω < κατ- + ἀντῶ / ἀντάω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ka.tanˈda.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐τα‐ντά‐ω
Ρήμα
επεξεργασίακαταντάω/καταντώ, πρτ.: καταντούσα/(κατάνταγα), αόρ.: κατάντησα/κατήντησα, μτχ.π.π.: καταντημένος (χωρίς παθητική φωνή)
- (αμετάβατο)
- (μεταβατικό) κάνω κάποιον / κάτι να οδηγηθεί σε άσχημη κατάσταση
- ⮡ Πώς κατάφερες να καταντήσεις το σπίτι ρημάδι;
Άλλες μορφές
επεξεργασία- κατανταίνω, καταντιάζω, καταντεύω (σπανιότερα, λογοτεχνικά, ιδιωματικά)
Εκφράσεις
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις κατάντης, κατά και αντί
Κλίση
επεξεργασίαΚαι λόγιος αόριστος κατήντησα → λείπει η κλίση
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | καταντάω - καταντώ | καταντούσα | θα καταντάω - καταντώ | να καταντάω - καταντώ | καταντώντας | |
β' ενικ. | καταντάς | καταντούσες | θα καταντάς | να καταντάς | κατάντα - κατάνταγε | |
γ' ενικ. | καταντάει - καταντά | καταντούσε | θα καταντάει - καταντά | να καταντάει - καταντά | ||
α' πληθ. | καταντάμε - καταντούμε | καταντούσαμε | θα καταντάμε - καταντούμε | να καταντάμε - καταντούμε | ||
β' πληθ. | καταντάτε | καταντούσατε | θα καταντάτε | να καταντάτε | καταντάτε | |
γ' πληθ. | καταντάν(ε) - καταντούν(ε) | καταντούσαν(ε) | θα καταντάν(ε) - καταντούν(ε) | να καταντάν(ε) - καταντούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κατάντησα | θα καταντήσω | να καταντήσω | καταντήσει | ||
β' ενικ. | κατάντησες | θα καταντήσεις | να καταντήσεις | κατάντα - κατάντησε | ||
γ' ενικ. | κατάντησε | θα καταντήσει | να καταντήσει | |||
α' πληθ. | καταντήσαμε | θα καταντήσουμε | να καταντήσουμε | |||
β' πληθ. | καταντήσατε | θα καταντήσετε | να καταντήσετε | καταντήστε | ||
γ' πληθ. | κατάντησαν καταντήσαν(ε) |
θα καταντήσουν(ε) | να καταντήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω καταντήσει | είχα καταντήσει | θα έχω καταντήσει | να έχω καταντήσει | ||
β' ενικ. | έχεις καταντήσει | είχες καταντήσει | θα έχεις καταντήσει | να έχεις καταντήσει | ||
γ' ενικ. | έχει καταντήσει | είχε καταντήσει | θα έχει καταντήσει | να έχει καταντήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε καταντήσει | είχαμε καταντήσει | θα έχουμε καταντήσει | να έχουμε καταντήσει | ||
β' πληθ. | έχετε καταντήσει | είχατε καταντήσει | θα έχετε καταντήσει | να έχετε καταντήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν καταντήσει | είχαν καταντήσει | θα έχουν καταντήσει | να έχουν καταντήσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (αμετάβατοι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι καταντημένος - είμαστε, είστε, είναι καταντημένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν καταντημένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν καταντημένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι καταντημένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι καταντημένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι καταντημένος - να είμαστε, να είστε, να είναι καταντημένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- καταντώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- καταντώ - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καταντάω < κατ- + ἀντάω / ἀντῶ (βρίσκομαι απέναντι σε, συναντάω)
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇒ μεσαιωνικά ελληνικά: καταντῶ ⇒ νέα ελληνικά: καταντώ, καταντάω
Ρήμα
επεξεργασίακαταντάω / καταντῶ
- φτάνω κάπου
- (ελληνιστική σημασία)
- φτάνω σε μια κατάσταση, φτάνω σε ένα συμπέρασμα
- (μεταβατικό) οδηγώ σε μία κατάσταση
Παράγωγα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις κατά, ἀντάω και ἀντί
Πηγές
επεξεργασία- καταντάω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.