↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κατάντημα τα καταντήματα
      γενική του καταντήματος των καταντημάτων
    αιτιατική το κατάντημα τα καταντήματα
     κλητική κατάντημα καταντήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κατάντημα < μεσαιωνική ελληνική κατάντημα (παρόμοια σημασία) < ελληνιστική κοινή κατάντημα < αρχαία ελληνική καταντάω / καταντῶ

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κατάντημα ουδέτερο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ κατάντημᾰ τὰ καταντήμᾰτ
      γενική τοῦ καταντήμᾰτος τῶν καταντημᾰ́των
      δοτική τῷ καταντήμᾰτ τοῖς καταντήμᾰσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ κατάντημᾰ τὰ καταντήμᾰτ
     κλητική ! κατάντημᾰ καταντήμᾰτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  καταντήμᾰτε
γεν-δοτ τοῖν  καταντημᾰ́τοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κατάντημα < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κατάντημα, -ατος ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)

Συγγενικά

επεξεργασία