κατάντης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
ονομαστική | ο/η | κατάντης | το | κάταντες | ||
γενική | του/της | κατάντους* | του | κατάντους | ||
αιτιατική | τον/την | κατάντη | το | κάταντες | ||
κλητική | κατάντη | κάταντες | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
ονομαστική | οι | κατάντεις | τα | κατάντη | ||
γενική | των | κατάντων | των | κατάντων | ||
αιτιατική | τους/τις | κατάντεις | τα | κατάντη | ||
κλητική | κατάντεις | κατάντη | ||||
* Και προφορικός τύπος σε -η στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνήθης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κατάντης < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κατάντης
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kaˈtan.dis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐τά‐ντης
- ομόηχο: κατάντεις
Επίθετο
επεξεργασίακατάντης, -ης, κάταντες
- που βρίσκεται προς τα κάτω
- κατηφορικός
- (κατ’ επέκταση) απόκρημνος
- (ουσιαστικοποιημένο) τα κατάντη: τα μέρη που βρίσκονται προς την κάτω πλευρά
Αντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- κατάντης - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κατάντης < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίακατάντης, -ης, κάταντες
- κατηφορικός, με κλίση προς τα κάτω
Παράγωγα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- κατάντης - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κατάντης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.