↓ πτώσεις       ενικός      
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο/η κατάντης το κάταντες
      γενική του/της κατάντους* του κατάντους
    αιτιατική τον/την κατάντη το κάταντες
     κλητική κατάντη κάταντες
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κατάντεις τα κατάντη
      γενική των κατάντων των κατάντων
    αιτιατική τους/τις κατάντεις τα κατάντη
     κλητική κατάντεις κατάντη
* Και προφορικός τύπος σε -η στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνήθης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κατάντης < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κατάντης

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kaˈtan.dis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐τά‐ντης
ομόηχο: κατάντεις

  Επίθετο

επεξεργασία

κατάντης, -ης, κάταντες

  1. που βρίσκεται προς τα κάτω
  2. κατηφορικός
  3. (κατ’ επέκταση) απόκρημνος
  4. (ουσιαστικοποιημένο) τα κατάντη: τα μέρη που βρίσκονται προς την κάτω πλευρά

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • κατάντηςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)



→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / κατάντης τὸ κάταντες
      γενική τοῦ/τῆς κατάντους τοῦ κατάντους
      δοτική τῷ/τῇ κατάντει τῷ κατάντει
    αιτιατική τὸν/τὴν κατάντη τὸ κάταντες
     κλητική ! κάταντες κάταντες
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ κατάντεις τὰ κατάντη
      γενική τῶν κατάντων τῶν κατάντων
      δοτική τοῖς/ταῖς κατάντεσ(ν) τοῖς κατάντεσ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς κατάντεις τὰ κατάντη
     κλητική ! κατάντεις κατάντη
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ κατάντει τὼ κατάντει
      γεν-δοτ τοῖν κατάντοιν τοῖν κατάντοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'συνήθης' όπως «συνήθης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κατάντης < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο

επεξεργασία

κατάντης, -ης, κάταντες

Παράγωγα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία