ανάντης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
ονομαστική | ο/η | ανάντης | το | άναντες | ||
γενική | του/της | ανάντους* | του | ανάντους | ||
αιτιατική | τον/την | ανάντη | το | άναντες | ||
κλητική | ανάντη | άναντες | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
ονομαστική | οι | ανάντεις | τα | ανάντη | ||
γενική | των | ανάντων | των | ανάντων | ||
αιτιατική | τους/τις | ανάντεις | τα | ανάντη | ||
κλητική | ανάντεις | ανάντη | ||||
* Και προφορικός τύπος σε -η στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνήθης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ανάντης < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀνάντης < ἀνά (αν-) + ἄντην
Επίθετο
επεξεργασίαανάντης, -ης, άναντες
- (αρχαιοπρεπές) που βρίσκεται προς τα πάνω΄
- ※ καθαρεύουσα: → δείτε ἀνάντης
Ἀνῆλθε μὲ πόδα γοργὸν τὴν ἀνάντη ὁδὸν, ἣν καταυγάζει ὁ χρυσοῦς φωστὴρ τῆς ἐλπίδος (Χαράλαμπος Άννινος, Αι αισθήσεις, στο Ετήσιον Ημερολόγιον του Έτους 1889)
- ※ καθαρεύουσα: → δείτε ἀνάντης
- ανηφορικός
- (μεταφορικά) δύσκολος, δυσχερής, αντίξοος
- (ουσιαστικοποιημένο) δείτε τα ανάντη
- → δείτε ανάντη ως επίρρημα
- και άναντα
Αντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ανάντης
|
Πηγές
επεξεργασία- ανάντης - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ανάντης- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- ἀνάντης, ἀνάντη - ἄναντα σελ.424 - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία. (συντομογραφίες & συγγραφέων)