ανάντης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
ονομαστική | ο/η | ανάντης | το | άναντες | ||
γενική | του/της | ανάντους* | του | ανάντους | ||
αιτιατική | τον/την | ανάντη | το | άναντες | ||
κλητική | ανάντη | άναντες | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
ονομαστική | οι | ανάντεις | τα | ανάντη | ||
γενική | των | ανάντων | των | ανάντων | ||
αιτιατική | τους/τις | ανάντεις | τα | ανάντη | ||
κλητική | ανάντεις | ανάντη | ||||
* Και προφορικός τύπος σε -η στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνήθης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ανάντης < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀνάντης < ἀνά + ἄντην
Επίθετο επεξεργασία
ανάντης, -ης, άναντες
- που βρίσκεται προς τα πάνω
- ανηφορικός
- (ουσιαστικοποιημένο) τα ανάντη: τα μέρη που βρίσκονται προς την πάνω πλευρά
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ανάντης
|