Δείτε επίσης: ἀνάντης

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο/η ανάντης το άναντες
      γενική του/της ανάντους* του ανάντους
    αιτιατική τον/την ανάντη το άναντες
     κλητική ανάντη άναντες
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανάντεις τα ανάντη
      γενική των ανάντων των ανάντων
    αιτιατική τους/τις ανάντεις τα ανάντη
     κλητική ανάντεις ανάντη
* Και προφορικός τύπος σε -η στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνήθης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανάντης < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀνάντης < ἀνά + ἄντην

  Επίθετο επεξεργασία

ανάντης, -ης, άναντες

  1. που βρίσκεται προς τα πάνω
  2. ανηφορικός
  3. (ουσιαστικοποιημένο) τα ανάντη: τα μέρη που βρίσκονται προς την πάνω πλευρά

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία