Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα ανάντη
      γενική των ανάντων
    αιτιατική τα ανάντη
     κλητική ανάντη
όπως «ιδιόόκλιτα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανάντη < αρχαία ελληνική ἀνάντη, πληθυντικός του ἄναντες, ουδέτερο του ἀνάντης < ἀνά + ἄντην (απέναντι)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /aˈnan.di/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐νά‐ντη

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ανάντη ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία