Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ελασματοποιώ < έλασμα + -ο- + -ποιώ (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική laminer)

  Ρήμα επεξεργασία

ελασματοποιώ (παθητική φωνή: ελασματοποιούμαι)

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία