↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ελασματοποίηση οι ελασματοποιήσεις
      γενική της ελασματοποίησης* των ελασματοποιήσεων
    αιτιατική την ελασματοποίηση τις ελασματοποιήσεις
     κλητική ελασματοποίηση ελασματοποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ελασματοποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ελασματοποίηση < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἐλασματοποίη(σις) (η λέξη από το 1890)[1] + -ση, απόδοση για τη γαλλική laminage[2] Μορφολογικά, έλασμα, ελασματ- + -ο- + -ποίηση.

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ελασματοποίηση θηλυκό

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  2. ελασματοποίηση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας