Δείτε επίσης: έλασμα
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ἔλασμᾰ τὰ ἐλάσμᾰτ
      γενική τοῦ ἐλάσμᾰτος τῶν ἐλασμᾰ́των
      δοτική τῷ ἐλάσμᾰτ τοῖς ἐλάσμᾰσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ ἔλασμᾰ τὰ ἐλάσμᾰτ
     κλητική ! ἔλασμᾰ ἐλάσμᾰτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἐλάσμᾰτε
γεν-δοτ τοῖν  ἐλασμᾰ́τοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἔλασμα, (ελληνιστική κοινή), (τεχνικός όρος) < αρχαία ελληνική ἐλαύνω (στη σημασία σφυρηλατώ) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₁el- (κινώ, οδηγώ, πηγαίνω)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἔλασμα ουδέτερο

  1. (ελληνιστική κοινή) λάμα, μεταλλική πλάκα
  2. (ελληνιστική κοινή) (εργαλείο, ιατρική) είδος χειρουργικού οργάνου ή εργαλείου
  3. (ελληνιστική κοινή) άλλη μορφή του ἔλασις

Συγγενικά

επεξεργασία