ἔλασμα
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | ἔλασμᾰ | τὰ | ἐλάσμᾰτᾰ | ||||
γενική | τοῦ | ἐλάσμᾰτος | τῶν | ἐλασμᾰ́των | ||||
δοτική | τῷ | ἐλάσμᾰτῐ | τοῖς | ἐλάσμᾰσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὸ | ἔλασμᾰ | τὰ | ἐλάσμᾰτᾰ | ||||
κλητική ὦ! | ἔλασμᾰ | ἐλάσμᾰτᾰ | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐλάσμᾰτε | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | ἐλασμᾰ́τοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἔλασμα, (ελληνιστική κοινή), (τεχνικός όρος) < αρχαία ελληνική ἐλαύνω (στη σημασία σφυρηλατώ) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₁el- (κινώ, οδηγώ, πηγαίνω)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἔλασμα ουδέτερο
- (ελληνιστική κοινή) λάμα, μεταλλική πλάκα
- (ελληνιστική κοινή) (εργαλείο, ιατρική) είδος χειρουργικού οργάνου ή εργαλείου
- (ελληνιστική κοινή) άλλη μορφή του ἔλασις
Συγγενικά
επεξεργασία- ἐλασμάτιον
- → δείτε τη λέξη ἐλαύνω
Πηγές
επεξεργασία- ἔλασμα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.