feuille
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαfeuille < fueille, foille < folia στη λατινική
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαfeuille (fr) θηλυκό (πληθυντικός: feuilles)
feuille < fueille, foille < folia στη λατινική
feuille (fr) θηλυκό (πληθυντικός: feuilles)