Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /mil.fœj/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
millefeuille millefeuilles

millefeuille (fr) και mille-feuille αρσενικό

  1. το μιλφέιγ
  2. η αχίλλεια