Ένα κομμάτι μιλφέιγ.

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μιλφέιγ < (άμεσο δάνειο) γαλλική mille-feuille (χίλια φύλλα)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /milˈfei̯ʝ/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μιλ‐φέιγ

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μιλφέιγ ουδέτερο άκλιτο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία