σφολιάτα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- σφολιάτα < (άμεσο δάνειο) ιταλική sfogliata
Προφορά
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
σφολιάτα θηλυκό
- (τρόφιμο) είδος πίτας που παρασκευάζεται με αυγά και βούτυρο και κατά το ψήσιμο χωρίζεται σε αλλεπάλληλα λεπτά φύλλα
- ⮡ οι σφολιάτες της γιαγιάς είναι πεντανόστιμες.