Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ελασματοποιήσιμος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ελασματοποιήσιμ
ος
η
ελασματοποιήσιμ
η
το
ελασματοποιήσιμ
ο
γενική
του
ελασματοποιήσιμ
ου
της
ελασματοποιήσιμ
ης
του
ελασματοποιήσιμ
ου
αιτιατική
τον
ελασματοποιήσιμ
ο
την
ελασματοποιήσιμ
η
το
ελασματοποιήσιμ
ο
κλητική
ελασματοποιήσιμ
ε
ελασματοποιήσιμ
η
ελασματοποιήσιμ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ελασματοποιήσιμ
οι
οι
ελασματοποιήσιμ
ες
τα
ελασματοποιήσιμ
α
γενική
των
ελασματοποιήσιμ
ων
των
ελασματοποιήσιμ
ων
των
ελασματοποιήσιμ
ων
αιτιατική
τους
ελασματοποιήσιμ
ους
τις
ελασματοποιήσιμ
ες
τα
ελασματοποιήσιμ
α
κλητική
ελασματοποιήσιμ
οι
ελασματοποιήσιμ
ες
ελασματοποιήσιμ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ελασματοποιήσιμος
<
ελασματοποιώ
+
-ιμος
Επίθετο
επεξεργασία
ελασματοποιήσιμος
που είναι δυνατόν να μετατραπεί σε
έλασμα
, να
ελασματοποιηθεί
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
έλασμα
,
ελαύνω
και
ποιώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ελασματοποιήσιμος
αγγλικά
:
laminable
(en)