penny
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
penny | pennies / pence |
Ετυμολογία
επεξεργασία- penny < (κληρονομημένο) μέση αγγλική peni < αγγλοσαξονικά penning, penniġ, πρωτογερμανική *panningaz
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαpenny (en)