ενικός         πληθυντικός  
penny pennies / pence

  Ετυμολογία

επεξεργασία
penny < (κληρονομημένο) μέση αγγλική peni < αγγλοσαξονικά penning, penniġ, πρωτογερμανική *panningaz

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈpɛ.ni/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

penny (en)