βασανιστήρια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βασανιστήρια < πληθυντικός του βασανιστήριο
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβασανιστήρια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- συστηματική πρόκληση σωματικού πόνου εις βάρος κρατουμένου, με χρήση πολλές φορές ειδικών οργάνων, που αποσκοπεί στην απόσπαση μιας μαρτυρίας ή απλώς στον εξευτελισμό του βασανιζόμενου
- (γενικότερα) οποιαδήποτε συμπεριφορά προκαλεί σωματικό ή ψυχικό πόνο σε άνθρωπο ή σε ζώο
Μεταφράσεις
επεξεργασία βασανιστήρια
|