Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

βασανιστήρια < πληθυντικός του βασανιστήριο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βασανιστήρια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  1. συστηματική πρόκληση σωματικού πόνου εις βάρος κρατουμένου, με χρήση πολλές φορές ειδικών οργάνων, που αποσκοπεί στην απόσπαση μιας μαρτυρίας ή απλώς στον εξευτελισμό του βασανιζόμενου
  2. (γενικότερα) οποιαδήποτε συμπεριφορά προκαλεί σωματικό ή ψυχικό πόνο σε άνθρωπο ή σε ζώο

  Μεταφράσεις επεξεργασία