Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
torture tortures

torture (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)

  • το βασανιστήριο, ο βασανισμός
    ⮡  He broke under the torture.
    Έσπασε κάτω από τα βασανιστήρια.
    ⮡  He specifically denounced the cases of torture.
    Κατάγγειλε ειδικά τις περιπτώσεις βασανισμού.
ενεστώτας torture
γ΄ ενικό ενεστώτα tortures
αόριστος tortured
παθητική μετοχή tortured
ενεργητική μετοχή torturing

torture (en)

  1. βασανίζω, πονάω κάποιον σωματικά ή ψυχικά για να τον τιμωρήσω ή να τον κάνω να μου πει κάτι
    ⮡  They tortured him to make him talk.
    Τον βασάνισαν για να τον κάμουν να μιλήσει.
  2. βασανίζω, κάνω κάποιον να αισθάνεται εξαιρετικά δυστυχισμένος ή ανήσυχος
    ⮡  We were tortured with anxiety.
    Βασανιστήκαμε από αγωνία.
    ⮡  Don’t torture yourself anymore with this damn car and sell it.
    Μη βασανίζεσαι άλλο μ' αυτό το παλιοαυτοκίνητο και πούλα το.



  Προφορά

επεξεργασία
 
ΔΦΑ : /tɔʁ.tyʁ/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

torture (fr)