torture
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
torture | tortures |
torture (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)
- το βασανιστήριο, ο βασανισμός
- ⮡ He broke under the torture.
- Έσπασε κάτω από τα βασανιστήρια.
- ⮡ He specifically denounced the cases of torture.
- Κατάγγειλε ειδικά τις περιπτώσεις βασανισμού.
- ⮡ He broke under the torture.
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | torture |
γ΄ ενικό ενεστώτα | tortures |
αόριστος | tortured |
παθητική μετοχή | tortured |
ενεργητική μετοχή | torturing |
torture (en)
- βασανίζω, πονάω κάποιον σωματικά ή ψυχικά για να τον τιμωρήσω ή να τον κάνω να μου πει κάτι
- ⮡ They tortured him to make him talk.
- Τον βασάνισαν για να τον κάμουν να μιλήσει.
- ⮡ They tortured him to make him talk.
- βασανίζω, κάνω κάποιον να αισθάνεται εξαιρετικά δυστυχισμένος ή ανήσυχος
- ⮡ We were tortured with anxiety.
- Βασανιστήκαμε από αγωνία.
- ⮡ Don’t torture yourself anymore with this damn car and sell it.
- Μη βασανίζεσαι άλλο μ' αυτό το παλιοαυτοκίνητο και πούλα το.
- ⮡ We were tortured with anxiety.
Πηγές
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαtorture (fr)
- το βασανιστήριο, o βασανισμός