βασανισμένος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- βασανισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος βασανίζω
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /va.sa.ni.ˈzmɛ.nɔs/
ΜετοχήΕπεξεργασία
βασανισμένος -η -ο
- που έχει υποστεί βασανιστήρια
- που έχει περάσει πολλά βάσανα στη ζωή του