βάσανος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βάσανος | οι | βάσανοι |
γενική | της | βασάνου | των | βασάνων |
αιτιατική | τη | βάσανο | τις | βασάνους |
κλητική | βάσανε | βάσανοι | ||
Δείτε και το βάσανο. | ||||
όπως «άμπελος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- βάσανος < (λόγιο) αρχαία ελληνική βάσανος (πέτρα στην οποία έλεγχαν τα μέταλλα)[1] < αρχαία αιγυπτιακή baḫan (είδος πετρώματος που χρησιμοποιόταν ως λυδία λίθος)
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
βάσανος θηλυκό
- ο εξαντλητικός έλεγχος, για να εξακριβώσουμε ότι κάτι είναι σωστό, ακριβές ή γνήσιο
- υποβάλλω κάτι στη βάσανο της κριτικής
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
βάσανος
Επεξεργασία
- ↑ «βάσανος» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.