Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

φαγί < μεσαιωνικό "φαγίν" και "φαγείν" < αρχαία ελληνική φαγεῖν, απαρέμφατο του ἔφαγον

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φαγί ουδέτερο

→ δείτε τη λέξη  φαΐ