Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /jesʲtʲ/
 

есть (ru)

μη συνοπτική όψη1
απαρέμφατο есть
ζεύγη ρημάτων απλό αυτοπαθές
μη συνοπτικό е́сть
συνοπτικό съесть, пое́сть
μέλλοντας ενικός πληθυντικός
α' πρόσ. бу́ду есть бу́дем есть
β' πρόσ. бу́дешь есть бу́дете есть
γ' πρόσ. бу́дет есть бу́дут есть
ενεστώτας ενικός πληθυντικός
α' πρόσ. е́м еди́м
β' πρόσ. е́шь еди́те
γ' πρόσ. е́ст едя́т
προστακτική е́шь е́шьте
μετοχή ενεστώτα ενεργητικής едя́щий
μετοχή ενεστώτα παθητικής
επιρρηματική μετοχή ενεστώτα
παρελθόντας ενικός πληθυντικός
αρσενικό е́л е́ли
θηλυκό е́ла
ουδέτερο е́ло
μετοχή παρελθόντα ενεργητικής е́вший
μετοχή παρελθόντα παθητικής
επιρρηματική μετοχή παρελθόντα
παράγωγα ουσιαστικά

1συχνά σε εγχειρίδια κ' ως "ατελής μορφή" ή "μη τετελεσμένη μορφή"