τρωγλοδύτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τρωγλοδύτης < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή Τρωγλοδῦται (για κατοίκους της Αφρικής που ζούσαν σε σπηλιές)
- για τον τρυποκάρυδο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τρωγλοδύτης
- για τον χιμπατζή < (σημασιολογικό δάνειο) αγγλική troglodyte (< αρχαία ελληνική τρωγλοδύτης)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /tɾo.ɣloˈði.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τρω‐γλο‐δύ‐της
Ουσιαστικό
επεξεργασίατρωγλοδύτης αρσενικό (θηλυκό τρωγλοδύτισσα)
- άνθρωπος που κατοικεί μέσα σε σπηλιά, τρώγλη
- (μεταφορικά) άνθρωπος που ζει μέσα σε πρόχειρα καταλύματα
- (ζώο)
- (πτηνό) ο τρυποκάρυδος ή τρυποφράχτης
- (παρωχημένο) ο χιμπατζής
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη τρώγλη
Μεταφράσεις
επεξεργασία που ζει σε σπηλιά
ζωολογικούς όρους
→ δείτε τις λέξεις χιμπατζής και τρυποκάρυδος |
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- τρωγλοδύτης - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- τρωγλοδύτης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.