τρυποφράχτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίατρυποφράχτης αρσενικό
- (πτηνό) στρουθιόμορφο πτηνό της οικογένειας των Τρωγλοδυτιδών (Troglodytes troglodytes)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία τρυποφράχτης