↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τρυποφράχτης οι τρυποφράχτες
      γενική του τρυποφράχτη των τρυποφραχτών
    αιτιατική τον τρυποφράχτη τους τρυποφράχτες
     κλητική τρυποφράχτη τρυποφράχτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τρυποφράχτης < τρύπα + -ο- + φράκτης + -ης

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τρυποφράχτης αρσενικό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία