μπαμπέσικα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μπαμπέσικα < μπαμπέσικος + -α < αλβανική pabesë
Επίρρημα
επεξεργασίαμπαμπέσικα
- με μπαμπέσικο τρόπο, με δόλο, με πανουργία
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη μπαμπέσης
Μεταφράσεις
επεξεργασία μπαμπέσικα
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαμπαμπέσικα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του μπαμπέσικος