↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μπαμπέσης οι μπαμπέσηδες
      γενική του μπαμπέση των μπαμπέσηδων
    αιτιατική τον μπαμπέση τους μπαμπέσηδες
     κλητική μπαμπέση μπαμπέσηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μπαμπέσης < (άμεσο δάνειο) αλβανική pabesë με τροπή του [p] σε [b], από τη συμπροφορά του άρθρου στην αιτιατική [ton-p] > [tomb] > [tom-b],[1] (→ δείτε και τη λέξη παμπέσης)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μπαμπέσης (θηλυκό: μπαμπέσα)

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία