μπέσα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μπέσα | ||
γενική | της | μπέσας | ||
αιτιατική | την | μπέσα | ||
κλητική | μπέσα | |||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- μπέσα < (άμεσο δάνειο) αλβανική besa (αόριστη μορφή του besë) < πρωτοαλβανική *baitši < *baidā < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *bʰeydʰ-
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
μπέσα θηλυκό, μόνο στον ενικό
- λόγος τιμής που δίνεται αμοιβαία ως επιβεβαίωση φιλίας, συνεργασίας ή αλληλοβοήθειας
- (κατ’ επέκταση) εμπιστοσύνη, αξιοπιστία
- δεν έχει μπέσα (για άτομο αναξιόπιστο)
Συγγενικά επεξεργασία
- μπεσαλίκι
- μπεσαλής
- μπεσαλού
- μπαμπέσης
- → δείτε τις λέξεις πείθω και πίστη (κοινή ινδοευρωπαϊκή καταγωγή)
Δείτε επίσης επεξεργασία
- μπέσα στη Βικιπαίδεια